- ομηριστής
- ο (Α ὁμηριστής) [ομηρίζω]1. αυτός που μιμείται τον Όμηρο ή αυτός που απαγγέλλει τα ομηρικά έπη, ραψωδός2. αυτός που ασχολείται με την ομηρική ποίησηνεοελλ.ειδικός μελετητής τών ομηρικών επών και τού ομηρικού ζητήματοςαρχ.1. (για υποκριτή θεάτρου) αυτός που εκτελεί σκηνές τών ομηρικών επών2. αυτός που συνουσιάζεται παρά φύσιν.
Dictionary of Greek. 2013.